- οραματιστής
- οαυτός που οραματίζεται, που οπτασιάζεται, που κάνει όνειρα μεγάλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὁραματιστής — visionary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οραματιστής — ο, θηλ. οραματίστρια (Α ὁραματιστής) [οραματίζομαι] αυτός που βλέπει οράματα, οπτασίες νεοελλ. αυτός που έχει οράματα, ευγενή σχέδια, συλλήψεις και πόθους για ένα καλύτερο μέλλον και αγωνίζεται με ζήλο για αυτά … Dictionary of Greek
ὁραματισταί — ὁραματιστής visionary masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁραματιστήν — ὁραματιστής visionary masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Клеантис, Стаматис — Стаматис Клеантис (греч. Σταμάτης Κλεάνθης … Википедия
ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… … Dictionary of Greek
Αρτό, Αντονίν — (Antonin Artaud, 1896 – 1948). Γάλλος ποιητής, ζωγράφος, ηθοποιός, θεωρητικός του θεάτρου και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του ήταν εφοπλιστής και η μητέρα του Ελληνίδα από τη Σμύρνη. Ο Α., που από πολύ νωρίς έδειξε κλίση για την ποίηση, σε… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Δερτούζος, Μιχάλης — (Αθήνα 1936 – Μασαχουσέτη 2001). Ηλεκτρολόγος μηχανικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Αποφοίτησε από το Κολέγιο Αθηνών και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, όπου φοίτησε στο πανεπιστήμιο ΜΙΤ της Μασαχουσέτης. Απέκτησε τον διδακτορικό του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek